οροφή

οροφή
Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα οργανισμού, όπως, στην απλούστερη περίπτωση, των ξύλινων ζευκτών, που αποτελούν τα φέροντα στοιχεία και των δύο. Η ο. έχει προκύψει αρχικά ως ανάγκη κατασκευαστική και αρχιτεκτονική· απομονώνει τον κατοικήσιμο χώρο από τον κενό χώρο της στέγης, καλύπτει την κατασκευή και δίνει στον χώρο ένα περισσότερο συγκεκριμένο σχήμα, ολοκληρώνοντας τον συγχρόνως αισθητικά. Η κατασκευή της ο. εξαρτάται κατά κανόνα από τον τρόπο κατασκευής και πολλές φορές από το υλικό της στέγης. Έτσι, σε παλαιότερες κατασκευές, οι ξύλινες δοκοί της στέγης, επεξεργασμένες και διακοσμημένες, αποτελούσαν μια πρώτη μορφή οροφής. Οι μαρμάρινες φατνωματικές ο. των αρχαίων ελληνικών ναών έχουν επίσης προέλθει από τον τρόπο τοποθέτησης των οριζόντιων δοκών και την ανάγκη πλήρωσης των μεταξύ τους κενών. Τις φατνωματικές o., ξύλινες όμως, με ποικίλα σχέδια φατνωμάτων και πλούσια γλυπτή διακόσμηση, θα συναντήσουμε πολύ αργότερα και στην Αναγέννηση· τα φατνώματα τότε θα είναι όχι μόνο τετράγωνα, αλλά και ρομβοειδή, οκταγωνικά κλπ. Όταν για τη στέγαση ενός χώρου χρησιμοποιείται ο θόλος ή ο τρούλος ή, γενικότερα, σχήματα που προέρχονται από το συνδυασμό των γεωμετρικών αυτών στερεών, τότε η ο. συμπίπτει με την εσωτερική τους επιφάνεια και η διαμόρφωση μπορεί τότε να γίνει με ζωγραφικά κυρίως μέσα. Αλλά και η ίδια η κατασκευή των θόλων μπορεί να αποτελέσει μια θαυμάσια διακοσμημένη o., όπως οι ο. των ρομανικών και των γοτθικών ναών. Οι ο. διακοσμούνται ζωγραφικά και κατά τη διάρκεια του μπαρόκ, και ακόμα περισσότερο στο ροκοκό. Ζωγραφική και γύψινες διακοσμήσεις, συστρεφόμενες χρυσές ταινίες, προοπτικές φανταστικές, χρησιμοποιούνται για να πλουτίσουν την οροφή. Στη σύγχρονη εποχή η ο. χάνει κάθε παρόμοια διακόσμηση και προσαρμόζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις και στις νέες γενικά περί χώρου αντιλήψεις. Στα περισσότερα κτίρια η απλή επίπεδη o., όπως προκύπτει από την κατασκευή, επιχρισμένη και χρωματισμένη, αποτελεί την καθιερωμένη μορφή. Άλλοτε, όταν οι ανάγκες του κτιρίου το επιβάλλουν, κάτω από την ο. κατασκευάζεται μια ψευδοροφή για να κρύψει τις διάφορες εγκαταστάσεις, όπως σωλήνες καλωδίων, αγωγούς θερμού αέρα κλπ. Σε χώρους με περισσότερες ή ειδικές απαιτήσεις κατασκευάζονται ο. πολυτελέστερες, από υλικά όπως το ξύλο, ή ειδικά ηχοαπορροφητικά υλικά. Κατασκευάζονται τέλος και ο. διάτρητες, όταν υπάρχουν ειδικές ανάγκες φυσικού φωτισμού μεγάλων χώρων. Οροφή του «Ναού του Ουρανού» στο Πεκίνο, του 18ου αιώνα. Οροφή αίθουσας του δημαρχείου της Μπολόνια με έργα του ζωγράφου Τζιρόλαμο Κούρτι. Οροφή του ναού του Ήφαιστου (του λεγόμενου «θησείου») στην Αθήνα, που χρονολογείται στον 5o π.Χ. αιώνα. Οροφή ηγεμονικού παλατιού στο Ούρμπινο της Ιταλίας του 15ου αιώνα.
* * *
η (ΑΜ ὀροφή)
η εσωτερική επάνω επιφάνεια ενός χώρου, το εσωτερικό επιστέγασμα ενός δωματίου, το ταβάνι
νεοελλ.
1. η στέγη ενός οικήματος, ενός κτηρίου
2. μτφ. το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα μέγεθος
3. (αεροπ.) το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου
4. (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη απόσταση τής βάσης τού χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό τουλάχιστον τού ουράνιου θόλου από την επιφάνεια τής θάλασσας ή τού εδάφους
αρχ.
1. η κορυφή τής κυψέλης τών μελισσών
2. συριακή ονομασί φυτού, αλλ. κροκοδιλιάς*
3. στον πληθ. αἱ ὀροφαί
τα σανιδώματα τής σκεπής, τα ξύλα τής στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. ἐρέφω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀροφῇ — ὀροφή roof of a house fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφή — roof of a house fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οροφή — η 1. εσωτερική κάλυψη στέγης, αλλ. ταβάνι. 2. στέγη οικήματος. 3. το ανώτατο ύψος όπου μπορεί να φτάσει το αεροσκάφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀροφαῖς — ὀροφή roof of a house fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφαί — ὀροφή roof of a house fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφῆς — ὀροφή roof of a house fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφῇσιν — ὀροφή roof of a house fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφήν — ὀροφή roof of a house fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφῶν — ὀροφή roof of a house fem gen pl ὀροφόω cover with a roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof pres part act masc nom sg ὀροφόω cover with a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”